- υπόγυιος
- και ὑπόγυος, -ον, ΜΑ1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιονπρόσφατα, πριν από λίγο3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία (Ξεν.)αρχ.1. επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῡ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)2. ετοιμοθάνατος3. έτοιμος να κάνει κάτι («ὑπόγυιος τῇ ὀργῇ» — έτοιμος να ξεσπάσει, Αριστοτ.)4. ο εντελώς πρόσφατος («ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)5. (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῑς ὑπογυίοις λόγοις», Αριστοτ.)6. αιφνίδιος, ξαφνικός («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια ὄντα», Αριστοτ.).επίρρ...ὑπογυίως ΜΑπρόσφατα, προ ολίγουαρχ.κοντά, πλησίον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -γυιος (< *γύη «κυρτότητα», βλ. λ. γύης)].
Dictionary of Greek. 2013.